συνταυρόταφος

συνταυρόταφος
ὁ, A
αυτός που θάβει ταύρους με τη βοήθεια άλλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ταῦρος + -ταφος (< θ. ταφ- τού θάπτω, πρβλ. παθ. αόρ. β' -τάφ-ην), πρβλ. κριό-ταφος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”